ακατάγραφτος

ακατάγραφτος
-η, -ο και ακατάγραφος, -η, -ο αυτός που δεν καταγράφηκε, δεν καταχωρίστηκε: Η απόφαση ήταν ακόμη ακατάγραφη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακατάγραπτος — η, ο (Α ἀκατάγραπτος, ον) (νεοελλ. και ακατάγραφτος, η, ο) [καταγράφω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταγραφεί σε κατάλογο, ο ακαταχώριστος 2. που δεν υπόκειται σε καταγραφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”